Αλατούχος στα δανικά
Μετάφραση: αλατούχος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
saltvand, saltopløsning, saltvandsopløsning, salt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλατούχος
αλατούχος λεξικό γλώσσας δανικά, αλατούχος στα δανικά
Μεταφράσεις
- αλαζόνας στα δανικά - udstoppet, proppet, fyldte, fyld, fyldt
- αλατίζω στα δανικά - behandle, majs, korn, corn, kornet
- αλγεινός στα δανικά - smertelig, følsom, øm, smertefulde, smertefuld, smertefuldt, ondt, ...
- αλεξίπτωτο στα δανικά - faldskærm, faldskærmen, parachute
Τυχαίες λέξεις
Αλατούχος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: saltvand, saltopløsning, saltvandsopløsning, salt
Μεταφράσεις: saltvand, saltopløsning, saltvandsopløsning, salt