Αλατούχος στα ολλανδικά
Μετάφραση: αλατούχος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zoutoplossing, zout, zoute, saline, een zoutoplossing
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλατούχος
αλατούχος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αλατούχος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αλαζόνας στα ολλανδικά - onbescheiden, verwaand, zelfbewust, hautain, verwaten, aanmatigend, arrogant, ...
- αλατίζω στα ολλανδικά - helen, remedie, behandelen, genezen, geneesmiddel, weg, medium, ...
- αλγεινός στα ολλανδικά - ijselijk, deerlijk, smartelijk, pijnlijk, afgrijselijk, gruwelijk, dol, ...
- αλεξίπτωτο στα ολλανδικά - valscherm, parachute, springscherm, parachute te
Τυχαίες λέξεις
Αλατούχος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zoutoplossing, zout, zoute, saline, een zoutoplossing
Μεταφράσεις: zoutoplossing, zout, zoute, saline, een zoutoplossing