Αλατούχος στα λιθουανικά

Μετάφραση: αλατούχος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
druskos, fiziologinio tirpalo, sūraus, fiziologinis tirpalas, fiziologiniu tirpalu
Αλατούχος στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλατούχος

αλατούχος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αλατούχος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • αλαζόνας στα λιθουανικά - įdaryti, įdaryta, įdaru
  • αλατίζω στα λιθουανικά - kukurūzai, kukurūzų, corn, grūdai
  • αλγεινός στα λιθουανικά - jautrus, skausmingas, skausminga, skausmingos, skausmingi
  • αλεξίπτωτο στα λιθουανικά - parašiutas, parašiutu, su parašiutu, parašiutų, parašiutą
Τυχαίες λέξεις
Αλατούχος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: druskos, fiziologinio tirpalo, sūraus, fiziologinis tirpalas, fiziologiniu tirpalu