Ανακάλυψη στα δανικά

Μετάφραση: ανακάλυψη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
opdagelse, opdagelsen, fundet, discovery
Ανακάλυψη στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακάλυψη

ανακάλυψη φωτογραφίας, ανακάλυψη αυστραλίας, ανακάλυψη φωτιάς, ανακάλυψη της πενικιλίνης, ανακάλυψη τηλεφώνου, ανακάλυψη λεξικό γλώσσας δανικά, ανακάλυψη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αναιρώ στα δανικά - afsværge, tilbagekalde, recant, sine ord tilbage, tage sine ord tilbage
  • αναισθησία στα δανικά - anæstesi, bedøvelse, bedøvelsen, anæstesiapparater, narkose
  • ανακαίνιση στα δανικά - renovering, til renovering, renovering i, renovation, renoveringen
  • ανακαινίζω στα δανικά - orord, ro rd
Τυχαίες λέξεις
Ανακάλυψη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: opdagelse, opdagelsen, fundet, discovery