Ανακάλυψη στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανακάλυψη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontdekking, ontdekken, discovery, de ontdekking, vondst
Ανακάλυψη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακάλυψη

ανακάλυψη φωτογραφίας, ανακάλυψη αυστραλίας, ανακάλυψη φωτιάς, ανακάλυψη της πενικιλίνης, ανακάλυψη τηλεφώνου, ανακάλυψη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανακάλυψη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αναιρώ στα ολλανδικά - weerleggen, herroepen, te herroepen, recant, herroepen van
  • αναισθησία στα ολλανδικά - anesthesie, verdoving, narcose, de anesthesie, anaesthesie
  • ανακαίνιση στα ολλανδικά - vernieuwing, renovatie, renovatie in, Renovatiejaar, verbouwing
  • ανακαινίζω στα ολλανδικά - oorwoord, o orw o ord, orw o ord
Τυχαίες λέξεις
Ανακάλυψη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ontdekking, ontdekken, discovery, de ontdekking, vondst