Ανακάλυψη στα ουκρανικά

Μετάφραση: ανακάλυψη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розкривання, виявляння, виявлення, відкриття
Ανακάλυψη στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακάλυψη

ανακάλυψη φωτογραφίας, ανακάλυψη αυστραλίας, ανακάλυψη φωτιάς, ανακάλυψη της πενικιλίνης, ανακάλυψη τηλεφώνου, ανακάλυψη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανακάλυψη στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αναιρώ στα ουκρανικά - перепродаж, спростування, відрікатися, зрікатися, відмовлятися, отрекаться, відрікатись
  • αναισθησία στα ουκρανικά - анестезія
  • ανακαίνιση στα ουκρανικά - освіжати, оновлювати, обновляти, відновлювати, ремонт, ремонту
  • ανακαινίζω στα ουκρανικά - перерахування, неясно, переоцінка, перераховування, reface
Τυχαίες λέξεις
Ανακάλυψη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розкривання, виявляння, виявлення, відкриття