Ανακάλυψη στα τσεχικά
Μετάφραση: ανακάλυψη, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
objev, odhalení, zjištění, objevení, objevu, objevem
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανακάλυψη
ανακάλυψη φωτογραφίας, ανακάλυψη αυστραλίας, ανακάλυψη φωτιάς, ανακάλυψη της πενικιλίνης, ανακάλυψη τηλεφώνου, ανακάλυψη λεξικό γλώσσας τσεχικά, ανακάλυψη στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- αναιρώ στα τσεχικά - popřít, anulovat, zrušit, vyvrátit, odvolat, zřekl, se zřekl, ...
- αναισθησία στα τσεχικά - bezvědomí, neuvědomělost, anestézie, anestezie, anestezii, anestézii, znecitlivění
- ανακαίνιση στα τσεχικά - restaurování, obnova, obnovení, renovace, opravování, rekonstrukce, rekonstrukci
- ανακαινίζω στα τσεχικά - obnovit, předělat, renovovat, restaurovat, reface
Τυχαίες λέξεις
Ανακάλυψη στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: objev, odhalení, zjištění, objevení, objevu, objevem
Μεταφράσεις: objev, odhalení, zjištění, objevení, objevu, objevem