Ανακάλυψη στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανακάλυψη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
descobrir, descobrimento, descubra, descoberta, descoberta de, a descoberta, de descoberta
Ανακάλυψη στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακάλυψη

ανακάλυψη φωτογραφίας, ανακάλυψη αυστραλίας, ανακάλυψη φωτιάς, ανακάλυψη της πενικιλίνης, ανακάλυψη τηλεφώνου, ανακάλυψη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανακάλυψη στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αναιρώ στα πορτογαλικά - recusar, refutar, rescindir, impugnar, rebater, reler, recusa, ...
  • αναισθησία στα πορτογαλικά - anestesia, a anestesia, de anestesia, da anestesia, anestésica
  • ανακαίνιση στα πορτογαλικά - renovação, reforma, última renovação, renovation, de renovação
  • ανακαινίζω στα πορτογαλικά - refácio, reface
Τυχαίες λέξεις
Ανακάλυψη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: descobrir, descobrimento, descubra, descoberta, descoberta de, a descoberta, de descoberta