Ανεπηρέαστος στα δανικά
Μετάφραση: ανεπηρέαστος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
upåvirket, upåvirkede, påvirkes, påvirket, uberørt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανεπηρέαστος
ανεπηρέαστος συνώνυμα, ανεπηρέαστος λεξικό γλώσσας δανικά, ανεπηρέαστος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανεπάρκεια στα δανικά - insufficiens, utilstrækkelige, nyrefunktion, utilstrækkelig, leverfunktion
- ανεπίσημος στα δανικά - tilfældig, uformel, uformelle, uformelt
- ανεπιθύμητος στα δανικά - uvelkomne, uvelkommen, uønsket, uvelkomment, uønskede
- ανεργία στα δανικά - arbejdsløshed, arbejdsløsheden, ledighed, ledigheden, arbejdsløshedsunderstøttelse
Τυχαίες λέξεις
Ανεπηρέαστος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: upåvirket, upåvirkede, påvirkes, påvirket, uberørt
Μεταφράσεις: upåvirket, upåvirkede, påvirkes, påvirket, uberørt