Ανεπηρέαστος στα ουγγρικά

Μετάφραση: ανεπηρέαστος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fásult, érzéketlen, érinti, befolyásolja, nem érinti, nem befolyásolja
Ανεπηρέαστος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεπηρέαστος

ανεπηρέαστος συνώνυμα, ανεπηρέαστος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ανεπηρέαστος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ανεπάρκεια στα ουγγρικά - elégtelenség, elégtelensége, elégtelenségben, elégtelenséget
  • ανεπίσημος στα ουγγρικά - kötetlen, hétköznapi, utcai, fesztelen, informális, hivatalos, nem hivatalos, ...
  • ανεπιθύμητος στα ουγγρικά - nemkívánatos, nem szívesen látott, nem kívánatos, nem kívánt, szívesen látott
  • ανεργία στα ουγγρικά - munkanélküliség, munkanélküliségi, munkanélküli, a munkanélküliség
Τυχαίες λέξεις
Ανεπηρέαστος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: fásult, érzéketlen, érinti, befolyásolja, nem érinti, nem befolyásolja