Ανεπηρέαστος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανεπηρέαστος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onaangetast, beïnvloed, niet beïnvloed, onverlet, aangetast
Ανεπηρέαστος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεπηρέαστος

ανεπηρέαστος συνώνυμα, ανεπηρέαστος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανεπηρέαστος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανεπάρκεια στα ολλανδικά - ontoereikendheid, insufficiëntie, onvoldoende, tekort, leverinsufficiëntie
  • ανεπίσημος στα ολλανδικά - ordinair, incidenteel, alledaags, vulgair, plat, grof, gewoon, ...
  • ανεπιθύμητος στα ολλανδικά - onwelkom, ongewenste, onwelkome, ongewenst, gewenst
  • ανεργία στα ολλανδικά - werkloosheid, werkeloosheid, de werkloosheid, werkloosheidsuitkering, van de werkloosheid
Τυχαίες λέξεις
Ανεπηρέαστος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onaangetast, beïnvloed, niet beïnvloed, onverlet, aangetast