Ανεπηρέαστος στα λιθουανικά

Μετάφραση: ανεπηρέαστος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nepaveiktas, neturi įtakos, nepakitę, neveikė, nepakitusios
Ανεπηρέαστος στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεπηρέαστος

ανεπηρέαστος συνώνυμα, ανεπηρέαστος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ανεπηρέαστος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ανεπάρκεια στα λιθουανικά - nepakankamumas, nepakankamumu, nepakankamumo, nepakankamumą
  • ανεπίσημος στα λιθουανικά - neoficialus, neformalus, neformali, neoficiali, neformalaus
  • ανεπιθύμητος στα λιθουανικά - nepageidaujamas, nepageidautina, nepageidautinas, nepageidaujami, nemielas
  • ανεργία στα λιθουανικά - nedarbas, nedarbo, nedarbo lygis, bedarbio, nuo nedarbo
Τυχαίες λέξεις
Ανεπηρέαστος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nepaveiktas, neturi įtakos, nepakitę, neveikė, nepakitusios