Ανεπηρέαστος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ανεπηρέαστος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непроменета, незасегнати, непроменети, под влијание, влијание
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανεπηρέαστος
ανεπηρέαστος συνώνυμα, ανεπηρέαστος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ανεπηρέαστος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ανεπάρκεια στα σλαβομακεδονικά - инсуфициенција, СИДА, недоволност, недоволноста, инсуфициенција на
- ανεπίσημος στα σλαβομακεδονικά - неформален, неформални, неформалните, неформално, неформална
- ανεπιθύμητος στα σλαβομακεδονικά - непожелно, недобредојдена, несакана, недобредојдени, натрапник
- ανεργία στα σλαβομακεδονικά - невработеност, невработеноста, стапка на невработеност, на невработеност, на невработеноста
Τυχαίες λέξεις
Ανεπηρέαστος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: непроменета, незасегнати, непроменети, под влијание, влијание
Μεταφράσεις: непроменета, незасегнати, непроменети, под влијание, влијание