Ανεργία στα δανικά

Μετάφραση: ανεργία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
arbejdsløshed, arbejdsløsheden, ledighed, ledigheden, arbejdsløshedsunderstøttelse
Ανεργία στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεργία

ανεργία ελστατ, ανεργία ελλάδα, ανεργία νέων, ανεργία 2013, ανεργία στην ελλάδα στατιστικά, ανεργία λεξικό γλώσσας δανικά, ανεργία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ανεπηρέαστος στα δανικά - upåvirket, upåvirkede, påvirkes, påvirket, uberørt
  • ανεπιθύμητος στα δανικά - uvelkomne, uvelkommen, uønsket, uvelkomment, uønskede
  • ανερμάτιστος στα δανικά - anermatistos
  • ανερχόμενος στα δανικά - kommende, forestående
Τυχαίες λέξεις
Ανεργία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: arbejdsløshed, arbejdsløsheden, ledighed, ledigheden, arbejdsløshedsunderstøttelse