Ανεργία στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ανεργία, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
невработеност, невработеноста, стапка на невработеност, на невработеност, на невработеноста
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανεργία
ανεργία ελστατ, ανεργία ελλάδα, ανεργία νέων, ανεργία 2013, ανεργία στην ελλάδα στατιστικά, ανεργία λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ανεργία στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ανεπηρέαστος στα σλαβομακεδονικά - непроменета, незасегнати, непроменети, под влијание, влијание
- ανεπιθύμητος στα σλαβομακεδονικά - непожелно, недобредојдена, несакана, недобредојдени, натрапник
- ανερμάτιστος στα σλαβομακεδονικά - anermatistos
- ανερχόμενος στα σλαβομακεδονικά - престојниот, претстојните, претстојниот, престојните, наредниот
Τυχαίες λέξεις
Ανεργία στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: невработеност, невработеноста, стапка на невработеност, на невработеност, на невработеноста
Μεταφράσεις: невработеност, невработеноста, стапка на невработеност, на невработеност, на невработеноста