Ανεργία στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανεργία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
werkloosheid, werkeloosheid, de werkloosheid, werkloosheidsuitkering, van de werkloosheid
Ανεργία στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεργία

ανεργία ελστατ, ανεργία ελλάδα, ανεργία νέων, ανεργία 2013, ανεργία στην ελλάδα στατιστικά, ανεργία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανεργία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανεπηρέαστος στα ολλανδικά - onaangetast, beïnvloed, niet beïnvloed, onverlet, aangetast
  • ανεπιθύμητος στα ολλανδικά - onwelkom, ongewenste, onwelkome, ongewenst, gewenst
  • ανερμάτιστος στα ολλανδικά - anermatistos
  • ανερχόμενος στα ολλανδικά - aankomende, aanstaande, komende, opkomende, eerstvolgende
Τυχαίες λέξεις
Ανεργία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: werkloosheid, werkeloosheid, de werkloosheid, werkloosheidsuitkering, van de werkloosheid