Ανεργία στα ιταλικά

Μετάφραση: ανεργία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disoccupazione, di disoccupazione, la disoccupazione, della disoccupazione, tasso di disoccupazione
Ανεργία στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεργία

ανεργία ελστατ, ανεργία ελλάδα, ανεργία νέων, ανεργία 2013, ανεργία στην ελλάδα στατιστικά, ανεργία λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανεργία στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ανεπηρέαστος στα ιταλικά - non influenzato, inalterato, influenzato, inalterati, influenzata
  • ανεπιθύμητος στα ιταλικά - sgradito, sgradita, indesiderato, sgradite, unwelcome
  • ανερμάτιστος στα ιταλικά - volubile, anermatistos
  • ανερχόμενος στα ιταλικά - imminente, prossimo, prossima, cui è decisivo, in cui è decisivo
Τυχαίες λέξεις
Ανεργία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: disoccupazione, di disoccupazione, la disoccupazione, della disoccupazione, tasso di disoccupazione