Ανεργία στα ουκρανικά

Μετάφραση: ανεργία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безробіття
Ανεργία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεργία

ανεργία ελστατ, ανεργία ελλάδα, ανεργία νέων, ανεργία 2013, ανεργία στην ελλάδα στατιστικά, ανεργία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανεργία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ανεπηρέαστος στα ουκρανικά - незачеплених, незачепленої, незачеплені, незачепленим, незачепленою
  • ανεπιθύμητος στα ουκρανικά - небажаний, незручний, небажана
  • ανερμάτιστος στα ουκρανικά - нестійкий, хитливий, коливний, нетвердий, anermatistos
  • ανερχόμενος στα ουκρανικά - окуліровка, майбутній, наступний
Τυχαίες λέξεις
Ανεργία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: безробіття