Ανεργία στα εσθονικά

Μετάφραση: ανεργία, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
töötus, tööpuudus, töötuse, tööpuuduse, töötust
Ανεργία στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεργία

ανεργία ελστατ, ανεργία ελλάδα, ανεργία νέων, ανεργία 2013, ανεργία στην ελλάδα στατιστικά, ανεργία λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανεργία στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ανεπηρέαστος στα εσθονικά - mõjutamata, mõjuta, ei mõjuta, mõjutanud, puutumata
  • ανεπιθύμητος στα εσθονικά - ebasoovitav, soovimatu, mittesoovitav, soovimatute, soovimatuid
  • ανερμάτιστος στα εσθονικά - ebapüsiv, tasakaalutu, anermatistos
  • ανερχόμενος στα εσθονικά - tärkav, lootustandev, tulemas, eelseisva, tulevaste, eelseisvate, eelseisvat
Τυχαίες λέξεις
Ανεργία στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: töötus, tööpuudus, töötuse, tööpuuduse, töötust