Ανεργία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανεργία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desempregados, desemprego, de desemprego, o desemprego, do desemprego, desemprego de
Ανεργία στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεργία

ανεργία ελστατ, ανεργία ελλάδα, ανεργία νέων, ανεργία 2013, ανεργία στην ελλάδα στατιστικά, ανεργία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανεργία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ανεπηρέαστος στα πορτογαλικά - não afetado, afetado, afetados, afectada, afetada
  • ανεπιθύμητος στα πορτογαλικά - indesejável, indesejado, não desejados, indesejada, não desejado
  • ανερμάτιστος στα πορτογαλικά - anermatistos
  • ανερχόμενος στα πορτογαλικά - próximo, próxima, próximas, futura, próximos
Τυχαίες λέξεις
Ανεργία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desempregados, desemprego, de desemprego, o desemprego, do desemprego, desemprego de