Ανεργία στα λιθουανικά
Μετάφραση: ανεργία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nedarbas, nedarbo, nedarbo lygis, bedarbio, nuo nedarbo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανεργία
ανεργία ελστατ, ανεργία ελλάδα, ανεργία νέων, ανεργία 2013, ανεργία στην ελλάδα στατιστικά, ανεργία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ανεργία στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ανεπηρέαστος στα λιθουανικά - nepaveiktas, neturi įtakos, nepakitę, neveikė, nepakitusios
- ανεπιθύμητος στα λιθουανικά - nepageidaujamas, nepageidautina, nepageidautinas, nepageidaujami, nemielas
- ανερμάτιστος στα λιθουανικά - anermatistos
- ανερχόμενος στα λιθουανικά - Artėjantis, Artimiausi, artėjančius, artėjančių, būsimi
Τυχαίες λέξεις
Ανεργία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nedarbas, nedarbo, nedarbo lygis, bedarbio, nuo nedarbo
Μεταφράσεις: nedarbas, nedarbo, nedarbo lygis, bedarbio, nuo nedarbo