Ανεργία στα λευκορωσικά

Μετάφραση: ανεργία, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
беспрацоўе, вытворныя, яго вытворныя, беспрацоўя
Ανεργία στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεργία

ανεργία ελστατ, ανεργία ελλάδα, ανεργία νέων, ανεργία 2013, ανεργία στην ελλάδα στατιστικά, ανεργία λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ανεργία στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • ανεπηρέαστος στα λευκορωσικά - незакранутай, незакранутым, незакранутымі, некранутымі
  • ανεπιθύμητος στα λευκορωσικά - нежаданы, непажаданы
  • ανερμάτιστος στα λευκορωσικά - anermatistos
  • ανερχόμενος στα λευκορωσικά - маючы адбыцца, адбыцца, наступны, мае быць, будучы
Τυχαίες λέξεις
Ανεργία στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: беспрацоўе, вытворныя, яго вытворныя, беспрацоўя