Ανεργία στα τούρκικα
Μετάφραση: ανεργία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
işsizlik, işsizliğin, işsizlik oranı, iflsizlik
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανεργία
ανεργία ελστατ, ανεργία ελλάδα, ανεργία νέων, ανεργία 2013, ανεργία στην ελλάδα στατιστικά, ανεργία λεξικό γλώσσας τούρκικα, ανεργία στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ανεπηρέαστος στα τούρκικα - etkilenmemiş, etkilenmez, etkilenmeyen, etkilenmeden, etkilenmemiştir
- ανεπιθύμητος στα τούρκικα - istenmeyen, kötü, istenmeyen bir, hoş karşılanmayan, hoş olmayan
- ανερμάτιστος στα τούρκικα - anermatistos
- ανερχόμενος στα τούρκικα - yaklaşan, gelecek, önümüzdeki, yaklaşmakta, yaklaşmakta olan
Τυχαίες λέξεις
Ανεργία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: işsizlik, işsizliğin, işsizlik oranı, iflsizlik
Μεταφράσεις: işsizlik, işsizliğin, işsizlik oranı, iflsizlik