Ανεργία στα ουγγρικά

Μετάφραση: ανεργία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
munkanélküliség, munkanélküliségi, munkanélküli, a munkanélküliség
Ανεργία στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεργία

ανεργία ελστατ, ανεργία ελλάδα, ανεργία νέων, ανεργία 2013, ανεργία στην ελλάδα στατιστικά, ανεργία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ανεργία στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ανεπηρέαστος στα ουγγρικά - fásult, érzéketlen, érinti, befolyásolja, nem érinti, nem befolyásolja
  • ανεπιθύμητος στα ουγγρικά - nemkívánatos, nem szívesen látott, nem kívánatos, nem kívánt, szívesen látott
  • ανερμάτιστος στα ουγγρικά - anermatistos
  • ανερχόμενος στα ουγγρικά - bimbózó, közelgő, következő, soron következő, elkövetkező, soron
Τυχαίες λέξεις
Ανεργία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: munkanélküliség, munkanélküliségi, munkanélküli, a munkanélküliség