Ανιμισμός στα δανικά
Μετάφραση: ανιμισμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
animisme, animism, Animismen, Animismens
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανιμισμός
ανιμισμός ορισμός, σαμανισμός-ανιμισμός, ανιμισμός πληροφοριες, ανιμισμός θρησκεια, χριστιανικός ανιμισμός, ανιμισμός λεξικό γλώσσας δανικά, ανιμισμός στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανιδιοτελής στα δανικά - uselvisk, uselviske, uegennyttig
- ανικανότητα στα δανικά - impotens, afmagt, magtesløshed, af impotens
- ανισότητα στα δανικά - ulighed, uligheder, uligheden, ulige, forskelsbehandling
- ανιχνευτής στα δανικά - detektor, detektoren, detektorens
Τυχαίες λέξεις
Ανιμισμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: animisme, animism, Animismen, Animismens
Μεταφράσεις: animisme, animism, Animismen, Animismens