Ανιμισμός στα εσθονικά
Μετάφραση: ανιμισμός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
animism, onanism, animismi, animismis, animismist, animismil
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανιμισμός
ανιμισμός ορισμός, σαμανισμός-ανιμισμός, ανιμισμός πληροφοριες, ανιμισμός θρησκεια, χριστιανικός ανιμισμός, ανιμισμός λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανιμισμός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ανιδιοτελής στα εσθονικά - ennastsalgav, isetu, omakasupüüdmatu, isetud, omakasupüüdmatud
- ανικανότητα στα εσθονικά - puue, töövõimetus, võimetus, impotentsus, impotentsuse, impotentsi, impotentsust
- ανισότητα στα εσθονικά - ebavõrdsus, võrratus, ebavõrdsuse, ebavõrdsust, ebavõrdsusega, ebavõrdsusest
- ανιχνευτής στα εσθονικά - otsija, andur, tajur, rajaleidja, sensor, luuraja, detektor, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανιμισμός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: animism, onanism, animismi, animismis, animismist, animismil
Μεταφράσεις: animism, onanism, animismi, animismis, animismist, animismil