Ανιμισμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: ανιμισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
animisme, Animism, het animisme, animistische
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανιμισμός
ανιμισμός ορισμός, σαμανισμός-ανιμισμός, ανιμισμός πληροφοριες, ανιμισμός θρησκεια, χριστιανικός ανιμισμός, ανιμισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανιμισμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ανιδιοτελής στα ολλανδικά - onbaatzuchtig, onbaatzuchtige, onzelfzuchtige, onzelfzuchtig, belangeloze
- ανικανότητα στα ολλανδικά - impotentie, onmacht, machteloosheid, onvermogen, van impotentie
- ανισότητα στα ολλανδικά - ongelijkheid, de ongelijkheid, ongelijke, ongelijkheden
- ανιχνευτής στα ολλανδικά - schildwacht, padvinder, verkenner, detector, melder, de detector, detektor
Τυχαίες λέξεις
Ανιμισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: animisme, Animism, het animisme, animistische
Μεταφράσεις: animisme, Animism, het animisme, animistische