Ανοξείδωτος στα δανικά
Μετάφραση: ανοξείδωτος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
rustfri, rustfrit, af rustfrit, i rustfrit, rustfrie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοξείδωτος
ανοξείδωτος χάλυβας, ανοξείδωτος σωλήνας, ανοξείδωτος πάγκος, ανοξείδωτος νεροχύτης, ανοξείδωτος αποστακτήρας, ανοξείδωτος λεξικό γλώσσας δανικά, ανοξείδωτος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανοιχτοχέρης στα δανικά - gavmild, open-, åben, open, åbne, åbent
- ανοιχτός στα δανικά - åbne, åbent, åben, Åbn, Open
- ανοράκ στα δανικά - anorakker, vindjakker, til anorakker
- ανοσία στα δανικά - immunitet, immuniteten, bødefritagelse, immunitet over
Τυχαίες λέξεις
Ανοξείδωτος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: rustfri, rustfrit, af rustfrit, i rustfrit, rustfrie
Μεταφράσεις: rustfri, rustfrit, af rustfrit, i rustfrit, rustfrie