Ανοξείδωτος στα ιταλικά

Μετάφραση: ανοξείδωτος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inossidabile, acciaio, inox, in acciaio, di acciaio
Ανοξείδωτος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοξείδωτος

ανοξείδωτος χάλυβας, ανοξείδωτος σωλήνας, ανοξείδωτος πάγκος, ανοξείδωτος νεροχύτης, ανοξείδωτος αποστακτήρας, ανοξείδωτος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανοξείδωτος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ανοιχτοχέρης στα ιταλικά - generoso, liberale, open-, aperto, aperta, open, all'aperto
  • ανοιχτός στα ιταλικά - esordire, aprire, aperto, dischiudere, aperta, aperti, aperte
  • ανοράκ στα ιταλικά - giacche a vento, giacche, giacche a, le giacche a vento, giacconi
  • ανοσία στα ιταλικά - immunità, dell'immunità, l'immunità, di immunità, all'immunità
Τυχαίες λέξεις
Ανοξείδωτος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: inossidabile, acciaio, inox, in acciaio, di acciaio