Ανοξείδωτος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανοξείδωτος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inoxidável, inox, inoxidáveis, inoxidável de, aço inoxidável
Ανοξείδωτος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοξείδωτος

ανοξείδωτος χάλυβας, ανοξείδωτος σωλήνας, ανοξείδωτος πάγκος, ανοξείδωτος νεροχύτης, ανοξείδωτος αποστακτήρας, ανοξείδωτος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανοξείδωτος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ανοιχτοχέρης στα πορτογαλικά - generoso, liberal, geração, desapegado, de mão aberta, mão aberta, com a mão aberta
  • ανοιχτός στα πορτογαλικά - em, abrir, no, na, aberto, aberta, abertos, ...
  • ανοράκ στα πορτογαλικά - anoraks, anoraques, blusões, dos anoraques
  • ανοσία στα πορτογαλικά - imunidade, a imunidade, de imunidade, da imunidade, isenção
Τυχαίες λέξεις
Ανοξείδωτος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inoxidável, inox, inoxidáveis, inoxidável de, aço inoxidável