Ανοξείδωτος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ανοξείδωτος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
roestvrij, roestvast, van roestvrij, RVS, roestvrije
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοξείδωτος
ανοξείδωτος χάλυβας, ανοξείδωτος σωλήνας, ανοξείδωτος πάγκος, ανοξείδωτος νεροχύτης, ανοξείδωτος αποστακτήρας, ανοξείδωτος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανοξείδωτος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ανοιχτοχέρης στα ολλανδικά - kwistig, goedgeefs, mild, genereus, scheutig, gul, royaal, ...
- ανοιχτός στα ολλανδικά - openen, openmaken, opendoen, open, openlijk, geopend, geopende, ...
- ανοράκ στα ολλανδικά - anoraks, blousons, jassen, anorakken, jacks
- ανοσία στα ολλανδικά - onvatbaarheid, immuniteit, de immuniteit, onschendbaarheid, immuniteit van, vrijstelling
Τυχαίες λέξεις
Ανοξείδωτος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: roestvrij, roestvast, van roestvrij, RVS, roestvrije
Μεταφράσεις: roestvrij, roestvast, van roestvrij, RVS, roestvrije