Ανοξείδωτος στα λιθουανικά
Μετάφραση: ανοξείδωτος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nerūdijantis, nerūdijančio, iš nerūdijančio, nerūdijančiojo, stainless
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοξείδωτος
ανοξείδωτος χάλυβας, ανοξείδωτος σωλήνας, ανοξείδωτος πάγκος, ανοξείδωτος νεροχύτης, ανοξείδωτος αποστακτήρας, ανοξείδωτος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ανοξείδωτος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ανοιχτοχέρης στα λιθουανικά - dosnus, Hojny, Szczodry
- ανοιχτός στα λιθουανικά - atviras, atidaryti, atvira, atviro, atviros
- ανοράκ στα λιθουανικά - striukės su gobtuvais, striukės, striukėms su gobtuvais, anoraks, siltajām vējjakām
- ανοσία στα λιθουανικά - imunitetas, imunitetą, imuniteto, atsparumas, imunitetu
Τυχαίες λέξεις
Ανοξείδωτος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nerūdijantis, nerūdijančio, iš nerūdijančio, nerūdijančiojo, stainless
Μεταφράσεις: nerūdijantis, nerūdijančio, iš nerūdijančio, nerūdijančiojo, stainless