Ανοξείδωτος στα ουκρανικά

Μετάφραση: ανοξείδωτος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бездоганний, чесний, незаплямований, нержавіючий, нержавіючої, нержавеющий, неіржавіючий, нержавіюча
Ανοξείδωτος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοξείδωτος

ανοξείδωτος χάλυβας, ανοξείδωτος σωλήνας, ανοξείδωτος πάγκος, ανοξείδωτος νεροχύτης, ανοξείδωτος αποστακτήρας, ανοξείδωτος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανοξείδωτος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ανοιχτοχέρης στα ουκρανικά - шляхетний, великодушний, міцний, щедрий, родючий, щедрим
  • ανοιχτός στα ουκρανικά - відкритий, відкривати, відчинити, відкриття, відкритим, відкритих, відкритими, ...
  • ανοράκ στα ουκρανικά - анораки
  • ανοσία στα ουκρανικά - вільний, звільнений, імунний, недоторканний, імунітет
Τυχαίες λέξεις
Ανοξείδωτος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: бездоганний, чесний, незаплямований, нержавіючий, нержавіючої, нержавеющий, неіржавіючий, нержавіюча