Αρδεύω στα δανικά

Μετάφραση: αρδεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
overrisle, vande, skylles, vanding, overrisling
Αρδεύω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρδεύω

αρδεύω συνώνυμα, αρδεύω λεξικό γλώσσας δανικά, αρδεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αργόστροφος στα δανικά - træg, træge, trægt, langsomme, langsom
  • αργόσχολος στα δανικά - dagdriver, loafer, døgenigt, hyttesko
  • αρετή στα δανικά - dyd, henhold, kraft, medfør, grund
  • αριθμητική στα δανικά - regning, aritmetiske, aritmetisk, gennemsnit, aritmetik
Τυχαίες λέξεις
Αρδεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: overrisle, vande, skylles, vanding, overrisling