Αρδεύω στα ισλανδικά

Μετάφραση: αρδεύω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skola, irrigate, að skola, skola þau, á að skola
Αρδεύω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρδεύω

αρδεύω συνώνυμα, αρδεύω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αρδεύω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αργόστροφος στα ισλανδικά - silalegur, hægur, dræmur, hæg, lakari
  • αργόσχολος στα ισλανδικά - iðjalaus, loafer
  • αρετή στα ισλανδικά - dyggð, krafti, dyggðir, dyggðin, dygð
  • αριθμητική στα ισλανδικά - tölur, Reiknað, Reikningur, stærðfræði, fleytitölu
Τυχαίες λέξεις
Αρδεύω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: skola, irrigate, að skola, skola þau, á að skola