Αρδεύω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αρδεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
irrigar, molhar, ferro, férreo, irrigação, regar, irrigate, irrigação de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρδεύω
αρδεύω συνώνυμα, αρδεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αρδεύω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αργόστροφος στα πορτογαλικά - lento, vagaroso, preguiçoso, lenta, lentos
- αργόσχολος στα πορτογαλικά - vadio, preguiçoso, loafer, vadia, vagabundo
- αρετή στα πορτογαλικά - virtude, força, termos, devido, a virtude
- αριθμητική στα πορτογαλικά - aritmética, aritmético, a aritmética, aritmética de, aritméticas
Τυχαίες λέξεις
Αρδεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: irrigar, molhar, ferro, férreo, irrigação, regar, irrigate, irrigação de
Μεταφράσεις: irrigar, molhar, ferro, férreo, irrigação, regar, irrigate, irrigação de