Αρδεύω στα ουκρανικά

Μετάφραση: αρδεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
непорушно, зрошувати, зрошуватимуть, зрошують
Αρδεύω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρδεύω

αρδεύω συνώνυμα, αρδεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αρδεύω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αργόστροφος στα ουκρανικά - тупий, недоумкуватий, млявий, в'ялий, мляве, млява
  • αργόσχολος στα ουκρανικά - непрацюючий, простій, лінивий, нероба, ледар, бездельник, гультяй, ...
  • αρετή στα ουκρανικά - фактично, практично, дійсно, доброчесність, чеснота, чесноту, чесноти, ...
  • αριθμητική στα ουκρανικά - арифметика, арифметичний
Τυχαίες λέξεις
Αρδεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: непорушно, зрошувати, зрошуватимуть, зрошують