Αρδεύω στα ιταλικά

Μετάφραση: αρδεύω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
annaffiare, irrigare, irrigazione, l'irrigazione, irrigare le, irrigare i
Αρδεύω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρδεύω

αρδεύω συνώνυμα, αρδεύω λεξικό γλώσσας ιταλικά, αρδεύω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αργόστροφος στα ιταλικά - pigro, lento, lenta, stagnante, indolente
  • αργόσχολος στα ιταλικά - pigro, inutile, ozioso, passivo, mocassino, fannullone, loafer, ...
  • αρετή στα ιταλικά - virtù, forza, sensi, la virtù, grazie
  • αριθμητική στα ιταλικά - aritmetica, aritmetico, l'aritmetica, aritmetiche, aritmetici
Τυχαίες λέξεις
Αρδεύω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: annaffiare, irrigare, irrigazione, l'irrigazione, irrigare le, irrigare i