Αρδεύω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: αρδεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наводнување, наводнува, наводнување на, наводнуваат
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρδεύω
αρδεύω συνώνυμα, αρδεύω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αρδεύω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- αργόστροφος στα σλαβομακεδονικά - слабите, инертниот, слаб, бавен, тешкиот
- αργόσχολος στα σλαβομακεδονικά - мокасина
- αρετή στα σλαβομακεδονικά - доблест, доблеста, добродетел, врз основа, основа
- αριθμητική στα σλαβομακεδονικά - аритметика, аритметичка, аритметичките, аритметичката, аритметички
Τυχαίες λέξεις
Αρδεύω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: наводнување, наводнува, наводнување на, наводнуваат
Μεταφράσεις: наводнување, наводнува, наводнување на, наводнуваат