Ασανσέρ στα δανικά

Μετάφραση: ασανσέρ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
elevator, hæve, løfte, elevatoren
Ασανσέρ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασανσέρ

ασανσέρ ντουλάπας, ασανσέρ για μονοκατοικίες, ασανσέρ φάρσα, ασανσέρ θεσσαλονίκη, ασανσέρ για δολοφόνους, ασανσέρ λεξικό γλώσσας δανικά, ασανσέρ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ασέβεια στα δανικά - respektløshed, uærbødighed, irreverence, ærbødighed, forhånelse
  • ασήμαντος στα δανικά - mindreårig, ubetydelig, ubetydelige, ubetydeligt, uvæsentlig, uden betydning
  • ασαφής στα δανικά - vag, vage, vagt, uklare, uklar
  • ασβέστης στα δανικά - kalk, lime, lime-, kalksten
Τυχαίες λέξεις
Ασανσέρ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: elevator, hæve, løfte, elevatoren