Ασανσέρ στα ουγγρικά
Μετάφραση: ασανσέρ, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felvonó, felemelés, lift, Felvonó, a lift, lifttel, magassági
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασανσέρ
ασανσέρ ντουλάπας, ασανσέρ για μονοκατοικίες, ασανσέρ φάρσα, ασανσέρ θεσσαλονίκη, ασανσέρ για δολοφόνους, ασανσέρ λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ασανσέρ στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ασέβεια στα ουγγρικά - tiszteletlenség, tiszteletlen, a tiszteletlenség, tiszteletlenséget
- ασήμαντος στα ουγγρικά - moll, csekélyebb, alárendelt, fiatalabbik, melléktantárgy, moll-hangsor, hétköznapias, ...
- ασαφής στα ουγγρικά - tétova, homályos, bizonytalan, pontatlan, homályosak
- ασβέστης στα ουγγρικά - hárs, borostyánszín, kutyaszíj, lime, mész, meszet, meszes
Τυχαίες λέξεις
Ασανσέρ στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: felvonó, felemelés, lift, Felvonó, a lift, lifttel, magassági
Μεταφράσεις: felvonó, felemelés, lift, Felvonó, a lift, lifttel, magassági