Ασανσέρ στα εσθονικά
Μετάφραση: ασανσέρ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lift, tõstma, lifti, poed, ärikeskus, toateenindus
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασανσέρ
ασανσέρ ντουλάπας, ασανσέρ για μονοκατοικίες, ασανσέρ φάρσα, ασανσέρ θεσσαλονίκη, ασανσέρ για δολοφόνους, ασανσέρ λεξικό γλώσσας εσθονικά, ασανσέρ στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ασέβεια στα εσθονικά - üleolek, austusetus, Solvamine
- ασήμαντος στα εσθονικά - väike, vähetähtis, alaealine, ülilihtne, triviaalne, tähtsusetu, ebaoluline, ...
- ασαφής στα εσθονικά - ähmane, ebamäärane, ebamäärased, ebamääraseks, ebamäärase
- ασβέστης στα εσθονικά - laim, lubi, lubja, laimi, lime, laimi-
Τυχαίες λέξεις
Ασανσέρ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: lift, tõstma, lifti, poed, ärikeskus, toateenindus
Μεταφράσεις: lift, tõstma, lifti, poed, ärikeskus, toateenindus