Ασανσέρ στα λιθουανικά

Μετάφραση: ασανσέρ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
liftas, sklaidytis, lifto, restoranas, parą
Ασανσέρ στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασανσέρ

ασανσέρ ντουλάπας, ασανσέρ για μονοκατοικίες, ασανσέρ φάρσα, ασανσέρ θεσσαλονίκη, ασανσέρ για δολοφόνους, ασανσέρ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ασανσέρ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ασέβεια στα λιθουανικά - bedievystė, Nepaisoma, Irreverence, Necieņa, Jei nepaisoma
  • ασήμαντος στα λιθουανικά - paauglys, vaikas, nepilnametis, nereikšmingas, nereikšmingi, nereikšminga, nežymus, ...
  • ασαφής στα λιθουανικά - neaiškus, miglotas, neaiški, neaiškūs, neapibrėžta
  • ασβέστης στα λιθουανικά - kalkės, kalkių, liepų, žaliųjų citrinų, laimų
Τυχαίες λέξεις
Ασανσέρ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: liftas, sklaidytis, lifto, restoranas, parą