Ασανσέρ στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: ασανσέρ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лифт, лифтот, лифт во
Ασανσέρ στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασανσέρ

ασανσέρ ντουλάπας, ασανσέρ για μονοκατοικίες, ασανσέρ φάρσα, ασανσέρ θεσσαλονίκη, ασανσέρ για δολοφόνους, ασανσέρ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ασανσέρ στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • ασέβεια στα σλαβομακεδονικά - непочитување, непочитане
  • ασήμαντος στα σλαβομακεδονικά - незначителен, незначителни, безначајни, незначителна, незначително
  • ασαφής στα σλαβομακεδονικά - нејасни, нејасна, нејасен, неодредени, нејасно
  • ασβέστης στα σλαβομακεδονικά - вар, лимета, варов, липа, варовник
Τυχαίες λέξεις
Ασανσέρ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: лифт, лифтот, лифт во