Ασανσέρ στα τούρκικα

Μετάφραση: ασανσέρ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yükseltmek, kaldırmak, asansör, elevatör
Ασανσέρ στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασανσέρ

ασανσέρ ντουλάπας, ασανσέρ για μονοκατοικίες, ασανσέρ φάρσα, ασανσέρ θεσσαλονίκη, ασανσέρ για δολοφόνους, ασανσέρ λεξικό γλώσσας τούρκικα, ασανσέρ στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ασέβεια στα τούρκικα - saygısızlık, irreverence, riayetsizlik, saygısızca hareket, fütursuz
  • ασήμαντος στα τούρκικα - çocuk, önemsiz, az, küçük, anlamlı, anlamsız, önemsiz bir, ...
  • ασαφής στα τούρκικα - anlaşılmaz, karanlık, belirsiz, muğlak, belirsiz bir, belli belirsiz, belirsizdir
  • ασβέστης στα τούρκικα - kireç, lime, limon, kireci, ıhlamur
Τυχαίες λέξεις
Ασανσέρ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yükseltmek, kaldırmak, asansör, elevatör