Αστός στα δανικά

Μετάφραση: αστός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
Townsman, Borgermand, bybo, bysbarn
Αστός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αστός

αστός ορισμός, ο αστόσ, μέσος αστός, αστός λεξικό γλώσσας δανικά, αστός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αστυνόμος στα δανικά - politibetjent, marskal, Marshal, Marechal, sherif, sheriffen
  • αστυφύλακας στα δανικά - politibetjent, Constable, betjent, konstabel, Betjenten
  • ασυδοσία στα δανικά - immunitet, immuniteten, bødefritagelse, immunitet over
  • ασυλία στα δανικά - fristed, tilflugt, asyl, immunitet, immuniteten, bødefritagelse, immunitet over
Τυχαίες λέξεις
Αστός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: Townsman, Borgermand, bybo, bysbarn