Αστός στα λιθουανικά
Μετάφραση: αστός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Mieszczanin, Townsman
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αστός
αστός ορισμός, ο αστόσ, μέσος αστός, αστός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αστός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αστυνόμος στα λιθουανικά - policininkas, maršalka, maršalas, ceremonmeisteris, iškilmingai palydėti, gaisrininkų komandos viršininkas
- αστυφύλακας στα λιθουανικά - policininkas, konsteblis, Constable, konsteblio, konsteblė
- ασυδοσία στα λιθουανικά - imunitetas, imunitetą, imuniteto, atsparumas, imunitetu
- ασυλία στα λιθουανικά - prieglobstis, prieglauda, imunitetas, imunitetą, imuniteto, atsparumas, imunitetu
Τυχαίες λέξεις
Αστός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: Mieszczanin, Townsman
Μεταφράσεις: Mieszczanin, Townsman