Ασφάλεια στα δανικά
Μετάφραση: ασφάλεια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sikkerhed, forsikring, sikkerheden, sikring, sikkerhedspolitik
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασφάλεια
ασφάλεια πληροφοριακών συστημάτων, ασφάλεια στο διαδίκτυο για παιδιά, ασφάλεια στο διαδίκτυο, ασφάλεια ζωής, ασφάλεια αυτοκινήτου, ασφάλεια λεξικό γλώσσας δανικά, ασφάλεια στα δανικά
Μεταφράσεις
- ασυντρόφευτος στα δανικά - eneste, alene, ensom, isoleret, asyntrofeftos
- ασυνόδευτος στα δανικά - uledsaget, uledsagede, uden ledsagelse, ledsaget, ledsagelse
- ασφάλιση στα δανικά - forsikring, forsikrings-, forsikringer, forsikringsselskab, forsikringsvirksomhed
- ασφαλής στα δανικά - pengeskab, sikker, sikkert, sikre, safeboks
Τυχαίες λέξεις
Ασφάλεια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sikkerhed, forsikring, sikkerheden, sikring, sikkerhedspolitik
Μεταφράσεις: sikkerhed, forsikring, sikkerheden, sikring, sikkerhedspolitik