Ασφάλεια στα τούρκικα
Μετάφραση: ασφάλεια, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
emniyet, prezervatif, güvenlik, Security, güvenliği, bir güvenlik
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασφάλεια
ασφάλεια πληροφοριακών συστημάτων, ασφάλεια στο διαδίκτυο για παιδιά, ασφάλεια στο διαδίκτυο, ασφάλεια ζωής, ασφάλεια αυτοκινήτου, ασφάλεια λεξικό γλώσσας τούρκικα, ασφάλεια στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ασυντρόφευτος στα τούρκικα - yalnız, biricik, ıssız, asyntrofeftos
- ασυνόδευτος στα τούρκικα - yalnız, refakatsiz, kimsesiz, sahipsiz
- ασφάλιση στα τούρκικα - sigorta, sigortası, Sigortacılık, Sigortalar, Insurance
- ασφαλής στα τούρκικα - sağlamlaştırmak, sağlam, emin, aman, prezervatif, güvenilir, sağlamak, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασφάλεια στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: emniyet, prezervatif, güvenlik, Security, güvenliği, bir güvenlik
Μεταφράσεις: emniyet, prezervatif, güvenlik, Security, güvenliği, bir güvenlik