Γονιμότητα στα δανικά
Μετάφραση: γονιμότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
frugtbarhed, fertilitet, fertiliteten, forplantningsevnen, forplantningsevne
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γονιμότητα
γονιμότητα μετά τα 40, γονιμότητα μετά τα 30, γονιμότητα μετά από αποβολή, γονιμότητα στα 45, γονιμότητα μετά τα σαράντα, γονιμότητα λεξικό γλώσσας δανικά, γονιμότητα στα δανικά
Μεταφράσεις
- γονατίζω στα δανικά - knæle, knæler, knæle ned, knæ, kneel
- γονιμοποιώ στα δανικά - Milt, sæd, maelke, Milts, af Milt
- γονυπετώ στα δανικά - knælende, knæliggende, knæle, knælesystem, knælesystemet
- γορίλα στα δανικά - gorilla, gorillaen, Gorillabillede, gorillaer
Τυχαίες λέξεις
Γονιμότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: frugtbarhed, fertilitet, fertiliteten, forplantningsevnen, forplantningsevne
Μεταφράσεις: frugtbarhed, fertilitet, fertiliteten, forplantningsevnen, forplantningsevne